- αγώι
- τοβλ. αγώγι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγώ(γ)ι — το 1. το φορτίο που μεταφέρεται με αμοιβή: Αυτό, εκείνη την ημέρα, ήταν το δεύτερο αγώι που έκανε. 2. αμοιβή για τη μεταφορά, τα αγωγιάτικα: Zήτησε μεγάλο αγώι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγώγι — και αγώι, το (Α ἀγώγιον) μεταφορά πράγματος (με αγωγιάτη) νεοελλ. 1. η αμοιβή για τη μεταφορά αυτή (ο όρος μόνο για τη μεταφορά που γίνεται με ζώα ή με άμαξα στις άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο όρος κόμιστρο και για τις θαλάσσειες μεταφορές… … Dictionary of Greek
αλαλάι — ἀλαλάι, το (Μ) αλαλαγμός, θόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλαλάγιον, υποκορ. τού αρχ. ουσιαστ. ἀλαλαγή. Για τον σχηματισμό τής λ. ἀλαλάι πρβλ. και ἀγωγή > ἀγώγιον > ἀγώγι και ἀγώι, ἀλαγή > ἀλλάγιον > ἀλλάι, βασταγή > βαστάγιον > βαστάγι … Dictionary of Greek
αγωγιάζω — αγώγιασα, δίνω ή παίρνω μεταφορικό μέσο με αμοιβή (αγώι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωγιάτικος — η, ο αυτός που ανήκει στον αγωγιάτη ή σχετίζεται μ αυτόν· ο πληθ. του ουδ. ως ουσ., τα αγωγιάτικα η αμοιβή του αγωγιάτη, το αγώι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαξιάτικο, το — και συνήθως στον πληθ., αμαξιάτικα το αγώι της άμαξας: Καβγάδισαν για το ποιος θα πληρωθεί τα αμαξιάτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)